συγκεχυμενως

συγκεχυμενως
    συγκεχυμένως
    συγκεχῠμένως
    спутанно, беспорядочно, неясно Arst., Plut., Sext.

Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Смотреть что такое "συγκεχυμενως" в других словарях:

  • συγκεχυμένως — indiscriminately indeclform (adverb) συγχέω pour together perf part mp masc acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συγκεχυμένως — ΝΜΑ και συγκεχυμένα Ν επίρρ. χωρίς σαφή διάκριση, ασυνάρτητα, ακαθόριστα. [ΕΤΥΜΟΛ. < συγκεχυμένος, μτχ. παθ. παρακμ. του ρ. συγχέω + επιρρμ. κατάλ. ως] …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»